- ἀργυροποιΐα
- ἀργῠρο-ποιΐα, ἡ,A production of silver, in Alchemy, Ps.-Democr.Alch.p.49B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀργυροποιία — ἀργυροποιίᾱ , ἀργυροποιία production of silver fem nom/voc/acc dual ἀργυροποιίᾱ , ἀργυροποιία production of silver fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυροποιίας — ἀργυροποιίᾱς , ἀργυροποιία production of silver fem acc pl ἀργυροποιίᾱς , ἀργυροποιία production of silver fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυροποιίαν — ἀργυροποιίᾱν , ἀργυροποιία production of silver fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)